- άντρακλας
- οάντρας μεγαλόσωμος, σωματώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αντρ- (του άντρας) + (μεγεθυντική κατάλ.) -ακλας*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άντρακλας — ο ο μεγαλόσωμος άντρας: Ήταν ένας άντρακλας δυο μέτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)